- κοσμοποιητικός
- κοσμοποιητικός, -ή, -όν (Α) [κοσμοποιητής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημιουργία τού κόσμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμοποιητικῆς — κοσμοποιητικός creative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοποιητική — κοσμοποιητικός creative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)